ἐῶσ'

ἐῶσ'
ἐῶσα , ἐάω
suffer
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
ἐῶσι , ἐάω
suffer
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
ἐῶσι , ἐάω
suffer
pres subj act 3rd pl (attic epic ionic)
ἐῶσι , ἐάω
suffer
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
ἐῶσαι , ἐάω
suffer
pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • ζωοφόρος — (I) ο (AM ζωοφόρος και ζωφόρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ζωοπάροχος, ζωοδότης, ζωοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φορος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, πυρ φόρος]. (II) ο (AM ζῳοφόρος και ζῳφόρος, ον) 1. το θηλ. ως ουσ. η ζωοφόρος και ζωφόρος… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”